ὀλίγως

ὀλίγως
ὀλίγως adv. of ὀλίγος (Hippocr., Aphorisms 2, 7; Ps.-Pla., Alcibiades II 149a v.l.; Strato [II A.D.]: Anth. Pal. 12, 205, 1; OGI 669 II, 11: ὀλ[ίγ]ω[ι] in the text; s. note 20 on the rdg. ὀλ[ίγ]ω[ς]; POxy 1223, 16; Is 10:7 Aq.) scarcely, barely ὀλ. ἀποφεύγειν 2 Pt 2:18 (v.l. ὄντως).—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ολίγως — ὀλίγως (Α) επίρρ. βλ. λίγος …   Dictionary of Greek

  • ὀλίγως — ὀλίγος little adverbial ὀλίγος little masc acc pl (doric) ὀλιγόω lessen imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”